- σπινθηρογραφία
- η, Νιατρ. διαγνωστική μέθοδος που επιτρέπει σε φωτοευαίσθητη επιφάνεια τη λήψη τής εικόνας ενός οργάνου τού σώματος ύστερα από ένεση ραδιενεργού ουσίας η οποία καθηλώνεται εκλεκτικά στο όργανο αυτό (α. «σπινθηρογραφία τών οστών» β. «σπινθηρογραφία τών νεφρών» γ. «σπίνθηρογραφία τού μυοκαρδίου»).[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. scintigraphie (βλ. λ. σπινθηρογράφημα)].
Dictionary of Greek. 2013.